gikydor

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΠΟΝΣΑΙ ΕΝΥΔΡΕΙΑ ΕΜΕΙΣ... ΛΙΜΝΗ


ΕΝΥΔΡΕΙΑ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΝΥΔΡΕΙΩΝ

BONSAI

Η ΛΙΜΝΗ ΜΑΣ

ΕΡΠΕΤΑ

ΔΙΑΦΟΡΑ

ΤΕΧΝΗ

 

 

Κερασφόρος βάτραχος του Κράνγουελ

Ceratophrys cranwelli (Barrio, 1980)  

Αρθρό του Στέφανου Τοκατλίδη

 

Ceratophrys cranwelli  

 

Εισαγωγή

Οι κερασφόροι βάτραχοι (γένος Ceratophrys) είναι από τα πιο δημοφιλή αμφίβια που διατηρούνται στην αιχμαλωσία. Σε αυτό συνέβαλαν πολλά, όπως το χαρακτηριστικό στρογγυλό τους σχήμα με το μεγάλο κεφάλι και τα «κέρατα» πάνω από τα μάτια, οι ποικίλοι χρωματισμοί, η ευκολία στη φροντίδα και η τεράστιά τους όρεξη. Το όνομα κερασφόροι το οφείλουν στη σαρκώδη προεξοχή του άνω βλεφάρου, η οποία μοιάζει με κέρατο, και σκοπό έχει να σπάει το περίγραμμα του ζώου για καλύτερη παραλλαγή. Μία άλλη κοινή ονομασία εκτός από κερασφόροι βάτραχοι (horned frogs) είναι και βάτραχοι πακ μαν (pac man frogs), εξαιτίας της απύθμενης όρεξής τους όπως και με τον ομώνυμο χαρακτήρα του βιντεοπαιχνιδιού. Αυτά τα αμφίβια είναι πολύ εύκολα στη φροντίδα, εντούτοις εάν θέλετε κάποιο ζώο το οποίο θα είναι συνέχεια στην κίνηση, το είδος αυτό δεν είναι κατάλληλο για εσάς, αφού θα παραμένει για τον περισσότερο χρόνο ακίνητο ή κρυμμένο.

Το γένος Ceratophrys ανήκει στην οικογένεια των κερατοφρυιδών (Ceratophryidae), η οποία πρόσφατα αποσχίστηκε από τους λεπτοδακτυλίδες (Leptodactylidae), και περιλαμβάνει δύο ακόμα παρόμοια γένη, το χερσαίο Chacophrys και το υδρόβιο Lepidobatrachus. Οι κερατοφρυίδες περιλαμβάνονται, μαζί με πολλές άλλες νοτιοαμερικανικής προέλευσης οικογένειες, όπως οι υλίδες (δεντροβάτραχοι), οι φρυνίδες (φρύνοι), ή δενδροβατίδες (δηλητηριώδης βάτραχοι της Αμερικής) στην υπερεικογένεια των υλοειδών (Hyloidea). Το γένος Ceratophrys περιλαμβάνει 8 είδη με εξάπλωση σε μεγάλη έκταση της Νότιας Αμερικής: Ceratophrys cranwelli, C. ornata, C. cornuta, C. calcarata, C. aurita, C. Stolsmani, C. Josierensis και C. testudo. Από αυτά στην αιχμαλωσία κοινότερα είναι τα C. cranwelli, C. ornata και C. cornuta με σειρά διαθεσιμότητας. Εξαιτίας της ευκολίας αναπαραγωγής τους, όλα τα άτομα που διατίθενται στο εμπόριο σήμερα προέρχονται από αναπαραγωγή σε συνθήκες αιχμαλωσίας. Με την επιλεκτική αναπαραγωγή έχουν επίσης παραχθεί ζώα με εντονότερους χρωματισμούς, αλλά και υβρίδια, όπως οι fantacy frogs μεταξύ C. cranwelli και C. cornuta, τα οποία είναι αρκετά εντυπωσιακά και ανθεκτικά, αλλά στείρα. Κοινότερος όλων λοιπόν είναι ο C. cranwelli, στον οποίο θα εστιάσει το άρθρο. Παρόλα αυτά, η φροντίδα των άλλων ειδών δε διαφέρει σημαντικά από αυτήν του C. cranwelli. Όλα τα είδη είναι πολύ εύκολα. Δυστυχώς, κυκλοφορούν πολλοί μύθοι και μισές αλήθειες γύρω από αυτούς τους βατράχους, που στην καλύτερη περίπτωση κάνουν τη φροντίδα τους να φαίνεται δυσκολότερη από ό,τι είναι, και στη χειρότερη μπορούν να μειώσουν την ανάπτυξή τους ή τη διάρκεια ζωής τους ή και να τους σκοτώσουν. Οι μύθοι αυτοί θα καταρρίπτονται στην πορεία του άρθρου.

 Περιγραφή

Ο βάτραχος αυτός είναι σχεδόν στρογγυλός, με πλάτος όσο περίπου και το μήκος του. Το μήκος ενός ενήλικου ατόμου κυμαίνεται στα 8-13 εκατοστά, σπάνια μεγαλύτερο, με το θηλυκό μεγαλύτερο από το αρσενικό. Έχει μεγάλο και πλατύ κεφάλι με χαρακτηριστικό πλατύ και ευρύχωρο στόμα. Τα μεγάλα μάτια και τα ρουθούνια βρίσκονται στην πάνω πλευρά του κεφαλιού, ώστε ο βάτραχος να μπορεί να παραμονεύει για τροφή ενώ είναι μισοθαμμένος. Πίσω από τα μάτια βρίσκονται οι ακουστικοί πόροι.  Στην άνω γνάθο φέρει ισχυρά, κοντά και αιχμηρά δόντια, ενώ επειδή οι βάτραχοι δεν έχουν δόντια στην κάτω γνάθο, το είδος έχει εξελίξει δύο οδοντοειδείς αποφύσεις, προεκτάσεις του οστού, για να συγκρατεί τη συχνά μεγάλη λεία του. Πάνω από τη σπονδυλική του στήλη υπάρχουν οστέινες πλάκες ή οστεοδέρματα, τα οποία είναι αρκετά μεγάλα. Διάφοροι άλοι βάτραχοι έχουν οστεοδέρματα, αλά το συγκεκριμένο γένος έχει τα μεγαλύτερα και πιο ανεπτυγμένα. Γενικώς το είδος χαρακτηρίζεται από έντονα οστεοποιημένο σκελετό σε σχέση με τα περισσότερα σημερινά αμφίβια, που έχουν λεπτά οστά. Για επιπλέον προστασία, το δέρμα πάνω από το κρανίο και τα οστεοδέρματα συνοστεώνεται με τα οστά. Η κοιλιά του είναι ευρύχωρη και τα άκρα σχετικά κοντά, αλά δυνατά. Έχει κοντά δάχτυλα χωρίς μεμβράνες, και στις φτέρνες του φέρει προεξοχή, η οποία τον βοηθά στο σκάψιμο. Το δέρμα του είναι λείο και ανθεκτικό, με κοκκώδεις περιοχές στα πλευρά. Ο φυσικός του χρωματισμός είναι ένας συνδυασμός του καφέ και του πράσινου, με κάποια άτομα να έχουν περισσότερο από το ένα χρώμα. Στην αιχμαλωσία έχουν παραχθεί και αλφικά (albino) άτομα, τα οποία στερούνται μελανίνης και αντί για καφέ έχουν κίτρινο και αντί για πράσινο ανοιχτό λαχανί. Έχουν επίσης παραχθεί μορφισμοί με εντονότερο κάποιο από τα χρώματα, όπως εντονότερο πράσινο, εντονότερο κίτρινο σε αλφικά άτομα κλπ. Τα αρσενικά ξεχωρίζουν από τα θηλυκά από το μικρότερο μέγεθος, τις γαμήλιες βεντούζες στα μπροστινά άκρα, το σκούρο χρώμα στην περιοχή του λαιμού, και των κοασμό. Ο κοασμός του είδους είναι ένας απλός, επαναλαμβανόμενος τόνος, που μοιάζει με ηλεκτρονικό ήχο.

Φυσική ιστορία

Το είδος ενδημεί στις ξηρές περιοχές του Γκραν Τσάκο, το οποίο καλύπτει περιοχές της Αργεντινής, της Παραγουάης, της Βολιβίας και πολύ μικρό μέρος της Βραζιλίας. Στις ξηρές περιόδους του έτους παραμένει αδρανοποιημένο κάτω από το χώμα, και εμφανίζεται μετά τις βροχές. Αναπαράγεται σε προσωρινές λίμνες που έχουν γεμίσει μετά τις βροχές. Εκεί τα αρσενικά συννοστίζονται στις άκρες τους, όπου κοάζουν για να προσελκύσουν τα θηλυκά. Όπως και με τους περισσότερους βατράχους, το αρσενικό αγκαλιάζει το θηλυκό και γονιμοποιεί εξωτερικά τα αυγά του. Ένα θηλυκό γεννά γύρω στα 400 αυγά, τα οποία σκορπά στον πυθμένα της λιμνούλας. Τα αυγά εκκολάπτονται σε 3-4 μέρες σε μικρούς, σαρκοφάγους γυρίνους με ανεπτυγμένα στοματικά μόρια, οι οποίοι τρέφονται με διάφορα υδρόβια ασπόνδυλα, καθώς και με άλλους γυρίνους. Είναι ένα από τα ελάχιστα είδη βατράχου του οποίου οι γυρίνοι παράγουν ήχο, κυρίως για να αποφύγουν τον κανιβαλισμό από ομοειδείς τους. Εάν ωστόσο η τροφή δεν είναι αρκετή, οι γυρίνοι συχνά κανιβαλίζονται. Μεταμορφώνονται γρήγορα, στις 3-4 εβδομάδες, και η κανιβαλιστικές τους τάσεις συνεχίζονται αμείωτες και στη νεαρή μεταμεταμορφική ζωή τους. Για τον λόγο αυτόν, η στέγαση άνω του ενός βατράχου στον ίδιο χώρο δεν προτείνεται. Αν και πολλοί έχουν συστεγάσει ενήλικους καλοταϊσμένους βατράχους, η πρακτική παραμένει πολύ επικίνδυνη.

Εκτός από την αναπαραγωγή, η ζωή τους είναι πολύ απλή. Συνήθως βρίσκονται θαμμένοι μέσα στο έδαφος, και εμφανίζονται όταν πεινούν, οπότε περιμένουν για τροφή είτε μισοθαμμένοι είτε εκτεθημένοι στην επιφάνεια, και όταν ένα θήραμα περάσει από μπροστά τους, το συλλαμβάνουν με ένα άλμα και μια εκτίναξη της γλώσσας, το δαγκώνουν δυνατά μέχρι να ακινητοποιηθεί και το καταπίνουν. Εάν το θήραμα ξεφύγει, μπορεί να κάνουν ακόμα ένα άλμα ή και περισσότερα, δίνοντας την εντύπωση πως κυνηγούν ενεργητικά, ενώ στην πραγματικότητα εκτελούν συνεχόμενες επιθέσεις ενέδρας. Έχει βρεθεί ότι η γλώσσα του συγκεκριμένου είδους μπορεί να σηκώσει τρεις φορές το βάρος του βατράχου, ως προσαρμογή στη διατροφή με μεγάλα θηράματα. Το είδος τρέφεται κατά΄80% με άλλους βατράχους, και το υπόλοιπο 20% αποτελούν σαύρες, μικρά φίδια, μικρά θηλαστικά, μικρά πουλιά και μεγάλα ασπόνδυλα. Για να προσελκύσει άλλους βατράχους, συχνά κουνά ανεπαίσθητα τα δάκτυλα του για να μιμηθεί τα σκουλήκια. Εάν πεινάει πολύ, μπορεί να φάει θήραμα όσο σχεδόν το μέγεθός του.

Ο βάτραχος κινείται αργά, είτε βαδίζοντας σαν φρύνος είτε με μικρά άλματα, ενώ μπορεί να σκαρφαλώσει χαμηλά εμπόδια. Δεν είναι καλός κολυμβητής, και αν δε μπορεί να βρει διέξοδο από το νερό εγκαίρως, μπορεί να κουραστεί και να πνιγεί. Σκάβει ιδιαίτερα αποτελεσματικά σπρώχνοντας το χώμα με τα πίσω πόδια προς τα μπρος και περιστρέφοντας το σώμα του, σαν να βιδώνεται μέσα στο έδαφος. Όταν οι συνθήκες επιδεινωθούν, ο βάτραχος σκάβει και πάλι βαθιά στο έδαφος και πέφτει σε νάρκη. Εκεί σχηματίζει ένα κουκούλι από παλιές στρώσεις δέρματος, και ζει από τα αποθέματα λίπους και το νερό που έχει συγκεντρώσει στην ουροδόχο κύστη του, μέχρι τις επόμενες βροχές.

Ceratophrys cranwelli

ο βάτραχος μέσα στο κουκούλι του σε νάρκη

Στέγαση

Παρά το μεγάλο τους μέγεθος, οι βάτραχοι αυτοί είναι αδρανείς και ως εκ τούτου χρειάζονται σχετικά λίγο χώρο. Ένας χώρος 50χ40 είναι υπέρ αρκετός για έναν τέτοιον βάτραχο. Μπορούν επίσης να στεγαστούν χωρίς πρόβλημα σε μικρότερους, όπως 40χ30, και οι ακόμα μικρότεροι ακόμα και σε 30χ20. Σε γενικές γραμμές το μήκος του χώρου θα πρέπει να ισούται με τρεις φορές το μήκος του βατράχου, και το πλάτος με δύο φορές το μήκος του. Τα νεαρά άτομα χρειάζονται λιγότερο χώρο, για να μπορούν να βρίσκουν την τροφή τους ευκολότερα. Το ύψος δεν είναι σημαντική διάσταση, αφού το είδος είναι αυστηρά εδαφόβιο. Ως τερράριουμ μπορεί να χρησιμοποιηθεί οτιδήποτε κατάλληλο, όπως ειδικό τερράριουμ για ερπετά, faunarium, παλιό ενυδρείο, ή και πλαστικό ημιδιαφανές κουτί αποθήκευσης με τρύπες εξαερισμού ανοιγμένες στο καπάκι.

Το πιο σημαντικό πράγμα που θα πρέπει να υπάρχει μέσα στο χώρο του βατράχου, μέσα στο οποίο ο βάτραχος θα περνά το μεγαλύτερο χρόνο της ζωής του είναι το υπόστρωμα. Μερικοί έχουν διατηρήσει τους βατράχους αυτούς πάνω σε υγρό χαρτί ή υγρό φελιζόλ με λίγα πλαστικά φυτά για να κρύβονται, ή σε ρηχό νερό, αλλά αυτό μπορεί εύκολα να γίνει επικίνδυνο, ιδίως αν δεν καθαρίζεται πολύ συχνά, ενώ επίσης πολλοί βάτραχοι μπορεί να στρεσαριστούν έτσι και να δυσκολεύονται να φάνε. Καλύτερο είναι ένα υπόστρωμα στο οποίο ο βάτραχος θα μπορεί να σκάψει και να θαφτεί, βάθους περίπου 5-10 εκατοστών. Το χώμα, η τύρφη, ο χούμος, οι ίνες κοκοφοίνικα είναι όλα υποστρώματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, το καθένα με διαφορετικά θετικά και αρνητικά. Οι ίνες κοκοφοίνικα διατηρούν αρκετή υγρασία, αλλά κολλούν εύκολα πάνω στο βάτραχο και μπορούν να καταποθούν με την τροφή, οδηγώντας σε ενσφήνωση. Πολλοί χομπίστες, συμπεριλαμβανομένου κι εμένα, χρησιμοποιούν κοινό χώμα, είτε χώμα από εξωτερικό χώρο από σημείο που δε ρίχνονται τοξικά χημικά, είτε χώμα από ανακύκλωση από μεταφυτεύσεις. Είναι πιο σφιχτό, πιο στέρεο και ο βάτραχος είναι προσαρμοσμένος να σκάβει και να τρέφεται σε τέτοιο υλικό. Στη φύση σκάβει σε αργιλώδες χώμα, όχι μέσα σε οργανική ύλη. Το πιο σημαντικό είναι ωστόσο ότι περιέχει τα βακτήρια που θα κάνουν τον κύκλο του αζώτου και θα αποτοξινώσουν εν μέρει τις ακαθαρσίες του βατράχου. Τα έτοιμα συσκευασμένα υποστρώματα είναι μεν αποστειρωμένα, δηλαδή δεν έχουν κανένα δυνητικά παθογόνο μικροοργανισμό, αλλά επίσης δεν έχουν ούτε και τους ωφέλιμους μικροοργανισμούς που θα αποσυνθέσουν τα απόβλητα. Έτσι μέσα σε λίγες μέρες γρήγορα μυρίζουν σαν νερό μη στρωμένου ενυδρείου και χρειάζονται αλλαγή, γιατί αλλιώς ο βάτραχος κινδυνεύει με δηλητηρίαση από την αμμωνία. Σε μεγαλύτερα τερράρια, όπου δε θα αλλάζετε το χώμα συχνά, μπορείτε να προσθέσετε και μικρά ασπόνδυλα όπως ισόποδα ή κωλέμβολα (springtails), τα οποία θα λειτουργούν ως καθαριστές.

Πέρα από το χώμα, ό,τι άλλο τοποθετήσετε είναι καθαρά ζήτημα της δικής σας αισθητικής. Ο βάτραχος αυτός συνήθως παραμένει ακίνητος σε ένα μέρος και δείχνει μηδενικό ενδιαφέρον για τα αντικείμενα του περιβάλλοντός του. Όπως όλοι οι βάτραχοι άλλωστε, πρακτικά αγνοεί τα στατικά αντικείμενα. Σπηλιές και κρυψώνες δε χρειάζονται, εφόσον ο βάτραχος κρύβεται στο χώμα, ενώ τα ζωντανά φυτά γρήγορα θα τα ξεριζώσει ή θα τα μετακινήσει με το σκάψιμό του. Μπορείτε να τοποθετήσετε εάν το επιθυμείτε κομμάτια φλοιού ή ξερά ανθεκτικά φύλλα, όπως αυτά της βελανιδιάς ή της μανόλιας στην επιφάνεια για να κρύβεται ανάμεσα ο βάτραχος, ή να βεντουζώσετε πλαστικά φυτά στα τοιχώματα για να «γεμίσει» λίγο ο χώρος του.

Φωτισμός & θερμοκρασία

Οι βάτραχοι αυτοί είναι νυκτόβιοι και όταν το φως είναι έντονο κρύβονται, οπότε δε χρειάζονται συμπληρωματικό φωτισμό. Το φως που φτάνει από τα παράθυρα στο χώρο τους αρκεί για να ξεχωρίζουν τη μέρα από τη νύχτα και καλύτερο είναι να τοποθετηθούν σε μέρη με χαμηλό φωτισμό και να μην είναι εκτεθειμένοι από όλες τις πλευρές, γιατί αυτό μπορεί να προκαλέσει στρες.

Αν και ανέχονται μεγάλη ζώνη θερμοκρασιών, ως ζώα τροπικού και υποτροπικού κλίματος λειτουργούν καλύτερα σε μέτριες προς υψηλές θερμοκρασίες, μεταξύ 24-29 βαθμών Κελσίου. Κατά τους θερμούς μήνες του έτους επομένως δε θα χρειαστείτε καμία συμπληρωματική θέρμανση. Εάν ωστόσο η θερμοκρασία πέσει κάτω από τα προτιμώμενα επίπεδα θα χρειαστείτε ένα ήπιο θερμαντικό μέσο. Οι λάμπες, είτε φωτοβόλες πυρακτώσεως είτε μη φωτοβόλες κεραμικές δεν προτείνονται, γιατί παράγουν έντονη θερμότητα που μπορεί να ξηράνει εύκολα το χώμα και το δέρμα του βατράχου. Καλύτερο μέσο είναι μια θερμαντική πλάκα, την οποία θα τοποθετήσετε κάτω από το τερράριουμ και θα πρέπει να καλύπτει περίπου το 1/3-1/2 του πυθμένα του. Αν και λέγεται ότι η πλάκα θα πρέπει να τοποθετηθεί στο πλάι κι όχι από κάτω, γιατί αυτό μπορεί να μπερδέψει το βάτραχο, ο οποίος θα σκάβει όλο και πιο κάτω και θα υπερθερμανθεί, αυτό δεν ισχύει, επειδή κανονικά δε θα θερμαίνεται όλο το τερράριουμ και ο βάτραχος θα μπορεί να ξεφύγει. Επίσης μια πλάκα στο πλάι αποδίδει πολύ λιγότερο από μία που βρίσκεται κάτω. Για να μην υπερθερμάνει το υπόστρωμα, ελέγξτε την έντασή της με έναν θερμοστάτη ή μετρήστε τη θερμοκρασία και ρυθμίστε την πλάκα ανάλογα, τουλάχιστον για όσες έχουν κουμπί ρύθμισης της έντασης. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος με την υπερθέρμανση δεν είναι το κάψιμο του βατράχου, αλλά η εκκίνηση της διαδικασίας της αδρανοποίησης.

Νερό & υγρασία

Ως αμφίβια, οι κερασφόροι βάτραχοι έχουν διαπερατό δέρμα και ως εκ τούτου χρειάζονται αυξημένη υγρασία. Το χώμα τους θα πρέπει να είναι τόσο υγρό όσο να συσσωματώνεται εύκολα, αλλά όχι τόσο όσο να στάζει νερό. Το υπερβολικά ξηρό περιβάλλον θα κάνει το βάτραχο να κρύβεται περισσότερο και να τρώει λιγότερο, και τελικά θα οδηγήσει σε αδρανοποίηση, ενώ το υπερβολικά υγρό θα αυξήσει τις πιθανότητες αναερόβιων περιοχών και βακτηριακών μολύνσεων. Για να υγράνετε το χώμα, μπορείτε να ψεκάσετε καλά με ένα ψεκαςτήρι ή να το ποτίσετε ελαφρά. Σε περίπτωση που ρίξετε παραπάνω νερό και το λασπώσετε, ο βάτραχος θα εξαναγκαστεί να βγει στην επιφάνεια, και σιγά-σιγά θα σκάβει όλο και πιο κάτω όσο το χώμα στεγνώνει και η στάθμη του νερού πέφτει. Για να επαναφέρετε το υπόστρωμα, απλώς ρίξτε λίγο ξηρό χώμα από πάνω και ανακατέψτε το με το παλιό. Η υγρασία του αέρα θα πρέπει να κυμαίνεται στο 60%-80%, αλλά υπό κανονικές συνθήκες δε χρειάζεται να την μετράται. Οι βάτραχοι δεν πίνουν νερό, αλλά απορροφούν από το δέρμα τους. Εάν το χώμα είναι κατάλληλα υγρό, δε θα χρειαστείτε κάποιο επιπλέον μπολ νερού, το οποίο το μόνο που θα σας κάνει είναι να σας επιβαρύνει με συνεχές καθάρισμα. Προτιμότερο νερό για το βάτραχο είναι το αποχλωριωμένο ή το εμφιαλωμένο, αλλά το είδος είναι πολύ ανθεκτικό και συνήθως δεν έχει πρόβλημα με το νερό της βρύσης, αν είναι πόσιμο. Σε καμία περίπτωση μη χρησιμοποιείτε αποσταγμένο νερό, επειδή δεν παρέχει καθόλου ιόντα.

Νάρκη

Οι βάτραχοι αυτί στη φύση περνούν πολλούς μήνες σε κατάσταση νάρκης, θαμμένοι βαθιά μέσα στο χώμα. Το ίδιο θα πρέπει να ακολουθούμε και στην αιχμαλωσία, εάν πρόκειται ο βάτραχός μας να έχει σωστό μεταβολισμό και μακροζωία, ενώ για την αναπαραγωγή είναι απολύτως απαραίτητο. Εάν το τερράριουμ επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες, ο βάτραχος μπορεί να μειώσει την πρόσληψη τροφής σε αρκετά χαμηλές ή υψηλές θερμοκρασίες, ακόμα κι αν η υγρασία είναι η κατάλληλη. Σε νάρκη μπορούμε να βάλουμε το βάτραχο και το χειμώνα (χειμερία νάρκη ή διαχείμαση) και το καλοκαίρι (θερινή νάρκη ή διαθέριση). Όπως όλα τα ζώα, χρειάζεται να έχει ικανά αποθέματα λίπους για να περάσει με ασφάλεια τη νάρκη, αλλά αυτό συνήθως δεν αποτελεί πρόβλημα για το συγκεκριμένο είδος, αφού τρώει πολύ, καίει ελάχιστες θερμίδες και αποθηκεύει πολύ εύκολα το περίσσευμα για αυτόν το σκοπό. Πριν τη διαδικασία της νάρκης, ελέγχουμε αν ο βάτραχος έχει αδειάσει το πεπτικό του σύστημα, ώστε να μη δυσκολευτεί να αφοδεύσει μόλις ξαναδραστηριοποιηθεί. Έπειτα αντικαθιστούμε το υγρό υπόστρωμα με ξηρό, σβήνουμε τα τυχόν θερμαντικά μέσα και επιστρέφουμε το βάτραχο στο χώρο του, όπου θα σκάψει. Σύντομα θα μείνει ακίνητος σε ένα σημείο, και καθώς ξηραίνεται ο χώρος του θα δημιουργεί το κουκούλι. Κανονικά στην δραστήρια περίοδο, αλλάζει συχνά το δέρμα του, το οποίο αφαιρεί από πίσω προς τα μπρος και μετά το τρώει, για να ανακτήσει όλα τα θρεπτικά συστατικά. Κατά τη νάρκη όμως, οι στρώσεις μαζεύονται, δημιουργώντας ένα ανθεκτικό περιτύλιγμα. Στη φάση της κατασκευής του κουκουλιού, ο βάτραχος μπορεί να παράγει μία στρώσει δέρματος τη μέρα. Μπορούμε περιοδικά να ελέγχουμε το βάτραχο, αλλά οι παρεμβάσεις μας θα πρέπει να είναι μικρές για να μην τον στρεσάρουμε και π.χ. αλλάξει θέση. Στη φάση της νάρκης μπορεί να ανεχτεί πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, έως και κάτω από τους 8 βαθμούς και υψηλές έως και κοντά στους 34 βαθμούς. Ο βάτραχος μπορεί να μείνει έως και για 4 μήνες ή και περισσότερο στην κατάσταση αυτήν. Για να τον ξυπνήσουμε, διαβρέχουμε το υπόστρωμα και σύντομα ο βάτραχος θα βγει στην επιφάνεια. Αν δε βγει αμέσως, μπορούμε να τον ξεθάψουμε. Έπειτα μπορούμε να τοποθετήσουμε στο χώρο του ένα ρηχό μπολ με νερό για να βγάλει το κουκούλι του ευκολότερα χωρίς χώμα, το οποίο στη συνέχεια πιθανότατα θα φάει. Θα αδειάσει επίσης το περιεχόμενο της ουροδόχου κύστεώς του. Έπειτα θα επανέλθει στην πρότερη κατάσταση και μέσα σε λίγες μέρες θα είναι έτοιμος για το πρώτο του γεύμα.

Διατροφή

Η όρεξή του είδους είναι παροιμιώδης. Μπορεί να καταναλώσει μεγάλες ποσότητες και μεγάλα αναλογικά με το μέγεθός του θηράματα σε ένα γεύμα. Πολλοί λένε ότι δε θα πρέπει ο βάτραχος αυτός να τρώει μεγάλα θηράματα, γιατί θα του δυσκολέψουν την πέψη και τα πολύ μεγάλα μορεί να τον πνίξουν, αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν είναι αληθές, και όσοι το υποστηρίζουν κατά πάσα πιθανότητα αγνοούν τη βιολογία του είδους. Το είδος είναι άριστα προσαρμοσμένο να συλλαμβάνει και να τρώει μικρά σπονδυλωτά, κι αυτό θα πρέπει να το εφαρμόζουμε και στην αιχμαλωσία, δηλαδή θα πρέπει να τον ταΐζουμε με μεγάλα θηράματα για βέλτιστο μεταβολισμό και ανάπτυξη. Σε περίπτωση που ένα θήραμα είναι πολύ μεγάλο, ο βάτραχος συνήθως το βγάζει με ευκολία, αν και δε θα πρέπει να του δίνουμε κάτι τόσο μεγάλο, γιατί απλούστατα δε θα μπορεί να το φάει. Γενικά, θηράματα με πλάτος και ύψος μεγαλύτερα από το άνοιγμα του στόματος θα δυσκολευτεί να τα φάει.

Ο βάτραχος αυτός είναι κυνηγός ενέδρας και τρώει μεγάλη ποσότητα τροφής, είτε μερικά μεσαία είτε ένα μεγάλο θήραμα, και αυτό το σιτιστικό μοτίβο θα πρέπει να το ακολουθούμε κατά τη σίτισή του. Τα μικρά αμέσως μετά τη μεταμόρφωση μπορούν να τρώνε καθημερινά, τα μεγαλύτερα από 3-5 εκατοστά κάθε 3-5 μέρες, τα ακόμα μεγαλύτερα κάθε 4-7 μέρες, και τα ενήλικα κάθε 7-14 μέρες, ανάλογα με το γεύμα, π.χ. αραιότερα ταΐσματα αν τρώνε τρωκτικά από ό,τι αν τρώνε έντομα. Εάν δε δώσουμε στο βάτραχο ένα μόνο μεγάλο θήραμα, αφήνουμε να φάει όσα θηράματα μπορεί, μέχρι να γεμίσει η κοιλιά του. Το μέγεθος των θηραμάτων αυξάνεται ανάλογα με το μέγεθος του βατράχου. Τα πολύ μικρά βατραχάκια μπορούν να φάνε μικρά γρυλλάκια (Acheta domestica), μικρές κατσαρίδες κόκκινους δρομείς (Shellfordella tartara), μικρές κατσαρίδες Αργεντινής (Blaptica dubia), μικρά αλευροσκούληκα (Tenebrio molitor), και παρόμοια μικρά έντομα. Οι μεγαλύτεροι, στα 3-5 εκ, μπορούν να φάνε ενήλικους γρύλλους, ενήλικους κόκκινους δρομείς, μεγαλύτερες κατσαρίδες Αργεντινής, μικρές ακρίδες, αλευροσκούληκα, μελοσκούληκα ή κηροσκούληκα (Galleria melonella), και παρόμοιου μεγέθους έντομα, ενώ βρίσκονται στην ηλικία στην οποία μπορούμε να εισάγουμε μικρούς γεωσκώληκες και μικρά σπονδυλωτά, όπως ψάρια guppy (Poecilia reticulata) ή νεογέννητα ποντίκια (pinky). Όσο μεγαλώνουν μεγαλώνουμε και τα θηράματα. Ένας ενήλικος βάτραχος πλέον τρώει μόνο μεγάλα θηράματα, και μπορεί να αγνοήσει τα πολύ μικρά. Μπορεί να φάει ενήλικες κατσαρίδες Αργεντινής, ενήλικες κατσαρίδες Μαδαγασκάρης (Gromphadorrhina portentosa), ακρίδες (Locusta migratoria), γιγάντια αλευροσκούληκα ή superworms (Zophobas morio), μεταξοσκώληκες (Bombix mori), κερατόκαμπιες ή hornworms (Manduca sexta), γεωσκώληκες (Lumbricus terrestris και συγγενή είδη), σαλιγκάρια, γυμνοσάλιαγκες, και τρωκτικά με μήκος σώματος όσο το μήκος του βατράχου χωρίς να υπολογίζουμε την ουρά, δηλαδή ενήλικα ποντίκια και ανάλογου μεγέθους μικρούς αρουραίους, γύρω στα 25-40 γραμμάρια. Θηλυκά σε μεγέθη ρεκόρ μπορούν να φάνε ακόμα και κοτοπουλάκια μιας ημέρας, που ζυγίζουν 40 γραμμάρια. Σπάνια μπορούμε να δίνουμε στο βάτραχο κομμάτια από θαλασσινά, μικρά θαλασσινά ψάρια ή κομμάτια από μαλακό κρέας, όπως βοδινή καρδιά, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Η διατροφή ενός ενήλικου βατράχου θα πρέπει να αποτελείται κατά 50% από ασπόνδυλα και κατά 50% από τρωκτικά. Η υπερβολική κατανάλωση τρωκτικών έχει κατηγορηθεί για παχυσαρκία, αλλά αν ο βάτραχος περνά από τις περιόδους νάρκης για να κάψει λίγο από το λίπος του, δε θα υπάρξει κανένα πρόβλημα. Φυσικά και η σίτιση με συγκριτικά πιο άπαχους βατράχους ως κύριο μέρος της διατροφής θα ήταν προτιμότερη, αλλά είναι δυσεύετη τροφή, γιατί αφενός η συλλογή από τη φύση μπορεί να μεταδώσει παράσιτα στο βάτραχό μας, ενώ είναι επίσης και παράνομη, και αφετέρου φθηνά, μη τοξικά είδη είναι δύσκολο να βρεθούν στο εμπόριο. Δοκιμάστε leopard frogs (Lithobates pipiens) ή μικρούς αμερικανικούς ταυροβατράχους (Lithobates catesbeanus) αν βρείτε. Η συλλογή ασπονδύλων επίσης από τη φύση μπορεί να είναι επικίνδυνη, ιδίως εάν η περιοχή δέχεται συχνά δηλητήρια. Κάποια μεγάλα ασπόνδυλα που μπορείτε να συλλέξετε είναι τα σκουλήκια, τα σαλιγκάρια, οι γυμνοσάλιαγκες, οι ακρίδες, τα αλογάκια της Παναγίας, τα τζιτζίκια και οι μεγάλες κάμπιες, όσες δεν είναι τριχωτές και τρέφονται από μη τοξικά φυτά. Οι περισσότερες τροφές μπορούν ωστόσο να βρεθούν εύκολα σε ανάλογα εξειδικευμένα καταστήματα.

Οι ζωντανές τροφές, όπως τα έντομα, μπορούν να αφεθούν να περιφέρονται στο χώρο για να τα πιάσει ο βάτραχος. Τα σκουλήκια ωστόσο και οι νεκρές τροφές θα πρέπει να προσφέρονται με λαβίδα, για να προσομοιωθεί η κίνηση, γιατί οι βάτραχοι αυτί χτυπούν μόνο κινούμενους στόχους. Τα τρωκτικά και τα κοτοπουλάκια μπορούν να ταϊστούν και ζωντανά, αλλά αυτό είναι στρεσογόνο για το θήραμα, πιθανό να τραυματίσει το βάτραχο κι επίσης το κατεψυγμένο είναι πιο βολικό, κι έτσι προτιμότερα είναι τα κατεψυγμένα, τα οποία φυσικά θα πρέπει να αποψύχονται και να θερμαίνονται ελαφρώς πριν ταϊστούν. Κατεψυγμένα επίσης διατίθενται σαλιγκάρια, σκουλήκια, μεταξοσκώληκες και άλλα ασπόνδυλα. Αρχικά ο βάτραχος μπορεί να μην αναγνωρίζει αυτό που κρέμεται από τη λαβίδα ως τροφή. Σε αυτήν την περίπτωση, πλησιάζουμε το βάτραχο αργά, για να μην τρομάξει. Αν δεν το πιάσει, τρίβουμε το θήραμα στο στόμα του βατράχου, μέχρι να ενοχληθεί και να το δαγκώσει. Έπειτα καταλαβαίνει ότι είναι τροφή και την τρώει. Μετά από λίγες τέτοιες δοκιμές, θα αναγνωρίζει την τροφή στη λαβίδα και θα την τρώει εύκολα.

Εξαιτίας του ανεπτυγμένου τους σκελετού, οι βάτραχοι αυτοί έχουν αυξημένες ανάγκες σε ασβέστιο, γι’ αυτό θα πρέπει όλα τα έντομα να πασπαλίζονται με την ειδική σκόνη ασβεστίου, γιατί υπολοίπονται σε αυτό το στοιχείο. Τα σκουλήκια, τα μαλάκια και τα σπονδυλωτά έχουν αρκετό ασβέστιο και δε χρειάζονται καθόλου συμπλήρωση. Τα ενήλικα μπορούν να δέχονται συμπληρώματα στα έντομα ανά 2-3 ταΐσματα, ενώ τα μικρά σε κάθε γεύμα.

Ο χρόνος αφόδευσης εξαρτάται από την ευπεψία της τροφής και τη θερμοκρασία. Συνήθως οι μικροί βάτραχοι αφοδεύουν στο ίδιο διάστημα που τρώνε, ενώ οι ενήλικοι μπορεί να αφοδεύουν σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, κάθε 2-3 εβδομάδες. Δεν είναι όλες οι τροφές το ίδιο εύπεπτες και κάποιες μπορεί να πάρουν αρκετό χρόνο για να περάσουν από το γαστρεντερικό σωλήνα. Τα σκουλήκια και τα νεαρά τρωκτικά είναι τα πιο εύπεπτα, ενώ τα σκληρά έντομα, όπως τα γιγάντια αλευροσκούληκα, είναι τα πιο δύσπεπτα, επειδή η χιτίνη του εξωσκελετού τους είναι σχεδόν άπεπτη. Για αυτόν το λόγο δεν είναι απαραίτητο να ταΐζουμε το βάτραχο με σκληρά έντομα σχετικά χαμηλής θρεπτικής αξίας, όπως σκαθάρια. Τα ενήλικα σπονδυλωτά είναι κάπου στη μέση, πιο δύσπεπτα από τις μαλακές τροφές αλλά πιο εύπεπτα από τα σκληρά έντομα, επειδή τα οςτά τους διαλύονται στο όξινο περιβάλλον του στομαχιού. Το όξινο αυτό περιβάλλον μπορεί να διαλύσει χωρίς πρόβλημα πολύ πυκνότερα ασβεστώδη υλικά, όπως τα κελύφη μεσαίου μεγέθους σαλιγκαριών.

Καθαριότητα

Όπως όλα τα αμφίβια, οι κερασφόροι βάτραχοι έχουν αρκετά ευαίσθητο δέρμα και ευημερούν σε καθαρό περιβάλλον. Τα περιττώματα ξεχωρίζουν εύκολα από το υπόστρωμα και μπορούν να αφαιρεθούν μαζί με το υπόστρωμα γύρω τους. Κάθε περίπου 15 μέρες μπορείτε να αντικαθιστάται το μισό υπόστρωμα με νέο, ενώ κάθε μήνα ή και αραιότερα, μπορείτε να το αντικαθιστάτε όλο. Υπό κανονικές συνθήκες, δε θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσετε τοξικά χημικά για τον καθαρισμό του χώρου του βατράχου.

Συμπεριφορά & χειρισμός

Οι βάτραχοι αυτοί θυμίζουν περισσότερο ταραντούλα ή σκορπιό στη συμπεριφορά τους, παρά σπονδυλωτό ζώο. Κινούνται μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο. Συνήθως παραμένουν θαμμένοι στο χώμα και βγαίνουν το βράδυ στην επιφάνεια ή δίπλα από την τρύπα τους μόνο όταν πεινούν, κι έπειτα ξαναθάβονται στο ίδιο σημείο. Μπορεί να αλλάξουν θέση αν έχουν αφοδεύσει σε ένα σημείο, αν οι περιβαλλοντικές συνθήκες π.χ. θερμοκρασία ή υγρασία δεν είναι κατάλληλες στο συγκεκριμένο σημείο ή πεινούν πολύ.

Όπως όλα τα αμφίβια, ο κερασφόρος βάτραχος είναι ζώο παρατήρησης παρά χειρισμού. Αυτό σημαίνει ότι περισσότερο είναι για να το παρατηρείτε, όπως τα ψάρια του ενυδρείου, και όχι να το πιάνετε. Άλλωστε δεν πρόκειται ποτέ να σας «μάθει» όπως κάποιο άλλο ζώο. Δεν έχει τη διανοητική ικανότητα να καταλάβει ότι το χέρι σας και το κεφάλι σας ανήκουν στο ίδιο άτομο, πόσο μάλλον να καταλάβει τι ακριβώς είστε. Αυτό δε σημαίνει ότι δε μπορεί να εξοικειωθεί σε πολύ απλά πράγματα, π.χ. ανοίγματα του καπακιού και μετακινήσεις του χώρου για τάισμα, κλπ.

Παρόλα αυτά θα χρειαστεί να τον πιάσετε μερικές φορές, π.χ. για να τον μετακινήσετε προσωρινά. Είναι αργός και συλλαμβάνεται πολύ εύκολα, και το δέρμα του είναι αρκετά ανθεκτικό κι έτσι δεν θα τον τραυματίσετε αγγίζοντάς τον, αλλά έχει ορισμένες άμυνες που πρέπει να λάβετε υπόψη. Αν τρομάξει στο χώρο του, μπορεί να πηδήξει απότομα προς κάποιο τοίχωμα στο οποίο θα προσπαθήσει να σκαρφαλώσει, ή θα σκάψει στο υπόστρωμα. Μπορεί επίσης να προσπαθήσει να σκάψει στο χέρι σας αν τον φυλακίσετε μέσα στη χούφτα. Μπορεί επίσης να φουσκώσει το σώμα του για να δείξει μεγαλύτερος, να αδειάσει το περιεχόμενο της ουροδόχου κύστεώς του ή να βγάλει έναν λεπτό, απότομο ήχο, ιδίως αν τον σπρώξετε. Την ικανότητα αυτήν την έχουν και τα δύο φύλα. Μπορεί επίσης να δαγκώσει, και το δάγκωμά του είναι ιδιαίτερα δυνατό. Αν και λέγεται ότι το δάγκωμά του πονάει πολύ και μπορει να αφήσει αίμα, αυτό μόνο εν μέρει ισχύει. Συχνά γίνεται σύγχυση με τον παρόμοιας μορφολογίας και οικολογίας αφρικανικού ταυροβατράχου (Pyxicephalus adspersus), ο οποίος φέρει τρεις αιχμηρές οδοντοειδείς αποφύσεις. Ο κερασφόρος βάτραχος ωστόσο έχει αμβλύτερες αποφύσεις και το δάγκωμά του δεν πονάει τόσο πολύ. Το μόνο που μπορεί να σας κάνει ένα πραγματικά μεγάλο άτομο του είδους είναι να σας αφήσει μία μικρή αμυχή, και πολύ δύσκολα βγάζει αίμα. Δε δαγκώνουν όλοι βάτραχοι το ίδιο εύκολα – κάποιοι δαγκώνουν ό,τι βρίσκεται μπροστά τους και άλλοι δε δαγκώνουν ποτέ. Για να αποφύγετε όμως δυσάρεστες εκπλήξεις, πιάστε το βάτραχο από τη μέση του σώματος. Έπειτα, αφού τον σηκώσετε, είναι εξαιρετικά σπάνιο να δαγκώσει. Σε περίπτωση που σας δαγκώσει, θα προσκολληθεί πάνω σας και θα δυσκολευτείτε να τον βγάλετε. Μπορείτε να τον σηκώσετε ελαφρώς ψηλά πάνω από το χώρο του, για να μην τραυματιστεί αν πέσει, και να τον ταρακουνήσετε ελαφρώς. Αν δε σας αφήσει, αφήστε τον κάτω. Παρόλα αυτά αν πεινάει μπορεί να επιχειρήσει να καταπιεί το δάχτυλό σας σε αυτήν την περίπτωση, αν και μετά θα το ξαναβγάλει. Ο πλέον εύκολος και σίγουρος τρόπος για να σας αφήσει είναι να τον βάλετε κάτω από τη βρύση με τρεχούμενο νερό.

Ο χειρισμός μπορεί επίσης να είναι χρήσιμος για την εκτίμηση του σταδίου της πέψης στο οποίο βρίσκεται ο βάτραχος. Εάν δεν έχει φάει στη μέρα που περιμένατε, μπορείτε να τον σηκώσετε για να δείτε τι γίνεται με την τροφή του. Το πολύ υλικό και το φούσκωμα αριστερά σημαίνει ότι η τροφή βρίσκεται ακόμα στο στομάχι. Όταν έχει χωνευτεί, χάνει τη σύστασή της και κινείται προς το κέντρο. Όταν βρίσκεται δεξιά, έχει είδη περάσει στο έντερο. Τέλος το περίττωμα είναι μία εγκάρσια μάζα στο πίσω μέρος της κοιλιάς του βατράχου.

Συχνότερα προβλήματα

Ο κερασφόρος βάτραχος του Κράνγουελ είναι πολύ ανθεκτικός και δύσκολα προσβάλλεται από ασθένειες. Με την κατάλληλη φροντίδα έχει πολύ μεγάλο προσδόκιμο ζωής, συχνά ξεπερνώντας τα 18 χρόνια. Παρόλα αυτά μπορεί και αυτός να πάθει διάφορα προβλήματα, ιδίως αν η φροντίδα του είναι ανεπαρκής. Η συχνότερη αιτία θανάτου στο είδος είναι η δηλητηρίαση από αμμωνία. Προκαλείται από κακή καθαριότητα στο χώρο του, σε συνδυασμό με λίγο υπόστρωμα, πολλή υγρασσία και συνήθως υψηλή θερμοκρασία. Η αμμωνία είναι άοσμη σε μικρές αλλά επικίνδυνες συγκεντρώσεις και έτσι δε γίνεται αντιληπτή. Ο βάτραχος αρχικά μπορεί να παράγει περισσότερη βλέννα στο δέρμα του και να είναι ανήσυχος, και έπειτα από αυτό επέρχεται αιφνίδιος θάνατος. Άλλο πρόβλημα που προκαλείται από την ανεπαρκή καθαριότητα και την υπερβολική υγρασία είναι οι βακτηριακές λοιμώξεις. Μία μικρή αμυχή, π.χ. από το τάισμα κάποιας σκληρής τροφής, πού κανονικά θα επουλωνόταν αμέσως, μπορεί να μολυνθεί ή μία λοίμωξη μπορεί να επεκταθεί σε όλο το σώμα του βατράχου οδηγώντας σε γενικευμένο οίδημα ή σηψαιμία με αιμορραγικές περιοχές κάτω από το δέρμα (red leg) και θάνατο. Η αντιμετώπισή τους είναι πολύ δύσκολη και ευκολότερη είναι η πρόληψη. Η ενσφήνωση είναι ένα ακόμα κοινό πρόβλημα. Αντίθετα με αυτά που λέγονται συχνά, η τροφή, όποια και αν είναι η δομή της, δεν προκαλεί από μόνη της την ενσφήνωση. Ούτε επίσης οι αποτυχημένες προσπάθειες του βατράχου να πιάσει την τροφή, όπου υποτίθεται ο βάτραχος αντί για την τροφή καταπίνει μια μπουκιά από υπόστρωμα. Παρά την αδέξια εμφάνιση και κίνησή του, ο βάτραχος έχει τρομερή ακρίβεια όταν χτυπά το στόχο του. Η μόνη περίπτωση που θα φάει υπόστρωμα είναι αν καταπιεί το υπόστρωμα που θα κολλήσει πάνω στο θήραμα, το οποίο, αν είναι οργανικό ή ινώδες, θα δυσκολευτεί να το αποβάλει. Για αυτόν το λόγο ταΐζουμε υγρές τροφές όπως τα σκουλήκια με λαβίδα για παν ενδεχόμενο. Ενσφήνωση, ή τουλάχιστον δυσκοιλιότητα, μπορεί επίσης να προκληθεί αν το υπόστρωμα στεγνώσει αρκετά κατά τη διαδικασία της πέψης, με αποτέλεσμα να αφυδατωθεί ο βάτραχος και να μη μπορεί να περάσει εύκολα τα περιττώματα. Σε τέτοια περίπτωση, ή αν γενικώς ο βάτραχος έχει καιρό να αφοδεύσει και ανησυχούμε, τοποθετούμε το βάτραχο σε ένα δοχείο με ρηχό νερό, τόσο όσο να μην καλύπτει τα ρουθούνια του, και τον αφήνουμε εκεί μέχρι να αφοδεύσει. Εάν δεν αφοδεύσει σε μία ώρα, τον βγάζουμε, του μαλάζουμε την κοιλιά προσπαθώντας να μαλακώσουμε το περίττωμα. Συνήθως την επόμενη μέρα θα τα βγάλει όλα μέσα στο νερό, και αν υπάρχουν υπολείμματα στις επόμενες χωρίς πρόβλημα ή στη στεριά. Ένα ακόμα πρόβλημα είναι η άρνηση της τροφής. Αν και το είδος είναι γνωστό για την τεράστια όρεξή του, υπάρχουν περιπτώσεις που δε δέχεται τροφή. Αν είναι ήδη χορτασμένος θα αρνηθεί κάθε τροφή, σε αντίθεση με αυτό που λέγεται ότι τάχα το είδος είναι αδιφάγο και δε σταματά να τρώει ποτέ. Μπορεί επίσης να αρνηθεί τροφή στις περιόδους λίγο πριν ή μετά τη νάρκη, σε χαμηλές θερμοκρασίες, ή από το στρες, π.χ. από την έλλειψη υποστρώματος, από το υπερβολικό φως, από το χειρισμό, από την αλλαγή περιβάλλοντος κλπ. Στην τελευταία περίπτωση, εντοπίζουμε την αιτία του στρες και τη διορθώνουμε. Σε περίπτωση που ο βάτραχος δεν τρώει λόγω αλλαγής περιβάλλοντος, αφήνουμε μέσα στο χώρο του μετά από λίγες μέρες κάποιο δραστήριο έντομο, όπως γρύλλους, και τον αφήνουμε μόνο του, χωρίς να τον ενοχλούμε, και κατά πάσα πιθανότητα μέσα σε λίγη ώρα θα τα φάει. Αυτό το συνεχίζουμε για λίγα ακόμα ταΐσματα. Κατά τα άλλα, ο κερασφόρος βάτραχος δύσκολα παρουσιάζει προβλήματα.


Σημείωση:
Ευχαριστώ τον Στέφανο για την πολύ καλή δουλειά που έκανε γι αυτό το άρθρο και για τις φωτογραφίες.
Περισσότερες πληροφορίες για αυτόν θα βρείτε στο
blog του: Το περιπλανώμενο τουατάρα

 
 





 ΕΙΣΑΓΩΓΗ  ▪  ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ LINKS

2001 -  2018

Απαγορεύεται αναδημοσίευση των άρθρων ή μέρος αυτών, χωρίς την άδεια του ΓΗ & ΥΔΩΡ